- τρίζει
- τρίζωutter a shrill crypres ind mp 2nd sgτρίζωutter a shrill crypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… … Dictionary of Greek
θεατρίζει — θεᾱτρίζει , θεατρίζω to be pres ind mp 2nd sg θεᾱτρίζει , θεατρίζω to be pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχομανία — η η συνήθεια να τρίζει κανείς τα δόντια του, κυρίως στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχή «τρίξιμο των δοντιών» + μανία] … Dictionary of Greek
μορμύρω — (ΑΜ μορμύρω) (για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. μσν. (γενικά) μουρμουρίζω αρχ. (για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζω («ῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τραγανιστός — ή, ό, Ν αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»). επίρρ... τραγανιστά Ν με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα … Dictionary of Greek
τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… … Dictionary of Greek
τριζάτος — η, ο, Ν αυτός που τρίζει («φοράει τριζάτα παπούτσια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κατάλ. άτος (πρβλ. ορεξ άτος)] … Dictionary of Greek
Μυριβήλης, Στράτης — (Σκαμνιά Λέσβου 1892 – Αθήνα 1969). Πεζογράφος και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλολογία, αλλά πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στα νεανικά του χρόνια ήταν θερμός θιασώτης του δημοτικισμού και των δημοκρατικών ιδεών· το 1930 έγινε… … Dictionary of Greek
τρίξιμο — το το να τρίζει κάτι, ο τριγμός: Τρίξιμο της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγανιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανός: Τραγανιστά στραγάλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)